πορνογραφικός

πορνογραφικός
-ή, -ό, Ν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πορνογραφία («πορνογραφικό περιοδικό»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορνογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Π. Καββαδία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πορνογραφικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην πορνογραφία: Πορνογραφικό περιοδικό. – Πορνογραφικό βιβλίο κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”